αντιαλωικός

αντιαλωικός
-ή, -ό
(φωτογρ.) αυτός που εμποδίζει το να σχηματίζεται άλως* στις φωτογραφίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. γαλλ. anti-halo, ελληνογενές < anti- (< αντι-*) + halo (< άλως), πρβλ. άλως (φωτογρ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”